- ἐρυθρότης
- ἐρυθρότης, ητος, ἡ,A redness, ruddiness,
τῆς χρόας Gal.1.582
, cf. Phlp. in Cat.148.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς χρόας Gal.1.582
, cf. Phlp. in Cat.148.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐρυθρότης — redness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητα — ἐρυθρότης redness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητι — ἐρυθρότης redness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυθρότητος — ἐρυθρότης redness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρότητα — η (AM ἐρυθρότης, ή) [ερυθρός] η ιδιότητα τού ερυθρού, το γνώρισμα τού ερυθρού χρώματος, η κοκκινάδα … Dictionary of Greek